- εὔομφα
- εὔομφοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύομφος — εὔομφος, ον (Α) 1. εύοσμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὔομφα ὀνόματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομφος (< ομφή «φωνή όνομα οσμή»] … Dictionary of Greek